
Τι ήταν εκείνο που με έκανε να συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή την ιδιόρρυθμη αυτή δημιουργό; Ο λόγος της. Ο κοφτερός σα λεπίδα, ο άμεσος, ο αληθινός. Η Καραπάνου δεν υπήρξε μια απ’ αυτές τις συγγραφείς που αρέσκονται στο να ωραιοποιούν τις καταστάσεις, να μασάνε τα λόγια τους, αλλά μια από εκείνες που τα λένε όλα, και τα λένε σκληρά, αλλά και με χιούμορ. Το να γράφει κάποιος για τις πιο τραγικές καταστάσεις και να σε κάνει πού και πού να ξεσπάς σε γέλια, και κάθε τόσο να χαμογελάς με ικανοποίηση, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Διαβάζοντας το «Μήπως;» τη συνομιλία με την ομότεχνή της Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς το θάρρος της, την ικανότητά της να τα βγάζει όλα στη φορά, με τρόπο χαμηλόφωνο, αλλά οδυνηρό, περιγράφοντας και τα πιο σκληρά πράγματα απλά, σα γεγονότα της καθημερινής ζωής.
Είχε πολλά φαντάσματα στο ντουλάπι της η Μαργαρίτα, και μέσα από τα γραπτά της αυτά βγαίνουν αβίαστα στο φως: μια σκληρή και όμορφη παιδική ηλικία, ένα βιασμό, μια ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα και τον ανταγωνισμό με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη, την οποία αγαπά και μισεί, που λατρεύει και απεχθάνεται. Η συγγραφή έμοιαζε και ήταν η μοναδική της διαφυγή, ο τρόπος για να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα και να ζήσει όσο καλύτερα μπορεί μια ζωή, που θύμιζε εφιάλτη. Γι’ αυτό και οι σελίδες της μοιάζουν να αιμορραγούν. Γι’ αυτό και μέσα από τα γραπτά της μοιάζει πού και πού να προσπαθεί να φτιάξει μια άλλη, μια παράλληλη πραγματικότητα.

Όπως και να ’χει, η Μαργαρίτα Καραπάνου υπήρξε μια από τις καλύτερες συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων, μια ξεχωριστή φωνή, πρωτοπόρος, με τον τρόπο της μοναδική. Και σαν τέτοια πρέπει να τη θυμόμαστε, να τιμούμε σε στιγμές μοναξιάς το έργο της, να ανιχνεύουμε τις αλήθειες της, και μέσα απ’ αυτές να ανακαλύπτουμε τις δικές μας.
Λάκης Φουρουκλάς