Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνίδες συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνίδες συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Η Μαργαρίτα έκανε τη ζωή της μυθιστόρημα ή την έζησε απλά μυθιστορηματικά; Αυτό είναι το ερώτημα που με απασχολεί καθώς διαβάζω για μια ακόμη φορά τα βιβλία της. Κι η απάντηση, αν και φαινομενικά απλή, δεν είναι και τόσο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά για τη χαρισματική αυτή συγγραφέα είναι ότι κατάφερε γράφοντας -ή μάλλον εκδίδοντας- λίγο να μεγαλώσει πολύ. Οκτώ βιβλία άφησε πίσω της και είναι όλα δουλεμένα πολύ, ως την τελευταία λεπτομέρεια, έντονα δημιουργικά, αφαιρετικά. Ακόμη και τα ημερολόγιά της.
Τι ήταν εκείνο που με έκανε να συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή την ιδιόρρυθμη αυτή δημιουργό; Ο λόγος της. Ο κοφτερός σα λεπίδα, ο άμεσος, ο αληθινός. Η Καραπάνου δεν υπήρξε μια απ’ αυτές τις συγγραφείς που αρέσκονται στο να ωραιοποιούν τις καταστάσεις, να μασάνε τα λόγια τους, αλλά μια από εκείνες που τα λένε όλα, και τα λένε σκληρά, αλλά και με χιούμορ. Το να γράφει κάποιος για τις πιο τραγικές καταστάσεις και να σε κάνει πού και πού να ξεσπάς σε γέλια, και κάθε τόσο να χαμογελάς με ικανοποίηση, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο.
Κάποιος θα πει ότι δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να αυτοβιογραφείται, κι ίσως να ’χει και δίκιο. Ωστόσο αυτά για τα οποία έγραψε, αυτά που της κατέτρωγαν την ψυχή, που της στοίχειωναν την ύπαρξη, είναι θέματα που απασχολούν την πλειοψηφία των ανθρώπων: οι πληγές της παιδικής ηλικίας, τα πάθη, τα λάθη, οι ενοχές, το λεπτό νήμα που χωρίζει το λογικό απ’ το παράλογο – απλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το ταλέντο ή, αν θέλετε, την τόλμη να μιλήσουν ανοικτά γι’ αυτά.
Διαβάζοντας το «Μήπως;» τη συνομιλία με την ομότεχνή της Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς το θάρρος της, την ικανότητά της να τα βγάζει όλα στη φορά, με τρόπο χαμηλόφωνο, αλλά οδυνηρό, περιγράφοντας και τα πιο σκληρά πράγματα απλά, σα γεγονότα της καθημερινής ζωής.
Είχε πολλά φαντάσματα στο ντουλάπι της η Μαργαρίτα, και μέσα από τα γραπτά της αυτά βγαίνουν αβίαστα στο φως: μια σκληρή και όμορφη παιδική ηλικία, ένα βιασμό, μια ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα και τον ανταγωνισμό με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη, την οποία αγαπά και μισεί, που λατρεύει και απεχθάνεται. Η συγγραφή έμοιαζε και ήταν η μοναδική της διαφυγή, ο τρόπος για να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα και να ζήσει όσο καλύτερα μπορεί μια ζωή, που θύμιζε εφιάλτη. Γι’ αυτό και οι σελίδες της μοιάζουν να αιμορραγούν. Γι’ αυτό και μέσα από τα γραπτά της μοιάζει πού και πού να προσπαθεί να φτιάξει μια άλλη, μια παράλληλη πραγματικότητα.
Το Lee και Lou ίσως κάποιοι από τους αναγνώστες να τον προσπέρασαν με αδιαφορία, αλλά αυτό είναι πιστεύω το βιβλίο που μιλά με τον πιο άμεσο τρόπο για την ουτοπική κοινωνία της συγγραφέως, για μια κοινωνία του καλού, του απλού, της δίχως αποκλεισμούς και δίχως διακρίσεις συμβίωσης. Τα σκυλιά της, σ’ αυτό το παραμύθι για μεγάλους, θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι, αλλά οι άνθρωποι-ήρωές της στα άλλα της βιβλία δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι σκυλιά. Απλά και μόνο επειδή έχουν ξεχάσει. Έχουν ξεχάσει τι είναι σημαντικό στη ζωή. Κι επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, μ’ εξαίρεση ίσως τη Λώρα στο «Ναι», είναι δειλοί: δεν αντέχουν να ρίξουν γροθιές με τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Όπως και να ’χει, η Μαργαρίτα Καραπάνου υπήρξε μια από τις καλύτερες συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων, μια ξεχωριστή φωνή, πρωτοπόρος, με τον τρόπο της μοναδική. Και σαν τέτοια πρέπει να τη θυμόμαστε, να τιμούμε σε στιγμές μοναξιάς το έργο της, να ανιχνεύουμε τις αλήθειες της, και μέσα απ’ αυτές να ανακαλύπτουμε τις δικές μας.

Λάκης Φουρουκλάς

Μήπως;

Θα το πω το κρίμα μου: Περίμενα αυτό το βιβλίο να είναι κάποιου είδους συνέντευξη που πήρε η Τσαλίκογλου από την Καραπάνου! Γιατί αυτό; Μα επειδή είμαι φανατικός αναγνώστης της τελευταίας. Δώστε μου Καραπάνου, κι άλλη Καραπάνου, που λένε. Αλλά, δυστυχώς, η Μαργαρίτα δεν έγραψε πολλά, όλα κι όλα οκτώ βιβλία άφησε πίσω της, περιλαμβανομένων των ημερολογίων της κι ετούτου εδώ.
Το Μήπως; είναι κι αυτό με τον τρόπο του ένα ξεχωριστό βιβλίο, όπως και τα άλλα της. Συνομιλώντας ανοιχτά με μια συνάδελφο και φίλη της η Καραπάνου ξεπλέκει κάπως της ζωής της το νήμα, ρίχνει φως σε κάποια από τα γεγονότα τα οποία ενέπνευσαν τις ιστορίες της. Οι παραδοχές της σκληρές, τα μυστικά της οδυνηρά, αλλά αυτή για μια ακόμη φορά τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να μην ωραιοποιήσει τίποτα, να μη διαγράψει τίποτα.
Η Τσαλίκογλου μοιάζει να καταλαβαίνει πολύ καλά τι νιώθει η καλή της φίλη. Κάθεται και συζητά μαζί της, της λέει τις δικές της ιστορίες, ταξιδεύει μ’ εκείνη σε βιβλία, ταινίες και γεγονότα που σημάδεψαν και τις δύο.
Ο διάλογός τους μοιάζει άμεσος και μεστός, αβίαστος, μα παραγωγικός. Οδηγεί σε απαντήσεις, αλλά και σε νέα ερωτήματα. «Άραγε πρέπει πάντα να κρύβουμε αυτό που αισθανόμαστε για να κρατήσουμε αυτό που αγαπάμε;» αναρωτιέται κάπου η Φωτεινή.
Το θέμα της συγγραφής δε θα μπορούσε να λείψει από τη συνομιλία αυτή, κι έτσι με άμεσο πια τρόπο μαθαίνουμε πόσο ζωή και έργο ήταν ένα και το αυτό για την Μαργαρίτα: «Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή». «Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε». «Την Κασσάνδρα την έγραψα σαν λεπίδα. Άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο και τσακ, το ’κοβα».
Καθώς περιφερόμαστε εδώ κι εκεί ανάμεσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου συναντάμε από κοντά πρόσωπα που είδαμε να παρελαύνουν από τα βιβλία της, πηγαίνουμε σε χώρους όπου έκοβαν βόλτες τα σκυλιά της, εμβαθύνουμε στο μεγάλο θέμα της ψυχικής υγείας – ή μάλλον της απώλειάς της, που θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον μέχρι και την αυτοκτονία. Η Καραπάνου λέει κάπου ότι δε θα αυτοκτονούσε από… περιέργεια για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, ενώ η Τσαλίκογλου τονίζει ότι: «Μια διαβεβαίωση για τη ζωή θέλω. Να ονειρεύομαι σαν τα παιδιά θέλω. Να μην υπάρχει θάνατος. Και αν ακόμη δεν μπορείς να τον αποφύγεις, να υπάρχει μια αυτόματη διαδικασία ακύρωσής του».
Αντί επίλογου αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Κι εμείς τώρα δα εδώ, δυο φίλες με εναλλασσόμενους ρόλους, συγγραφέας-καθηγήτρια-ψυχολόγος-άρρωστη-υγιής-θεραπευτής-θεραπευόμενος, ιδιότητες ρευστές και αβέβαιες, ρούχα άβολα και στενά που μας καθηλώνουν σε στενάχωρα και ασφυκτικά δωμάτια, τι επιθυμήσαμε, αλήθεια, μέσα απ’ αυτό το διαλογικό βιβλίο; Να αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μάς λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν-αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν-ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή…»
Να σπάσουν τη σιωπή! Αυτό ακριβώς έκαναν: έσπασαν τη σιωπή. Με ένα τρόπο μοναδικό και συγκλονιστικό.