Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μαργαρίτα καραπάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μαργαρίτα καραπάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Η Μαργαρίτα έκανε τη ζωή της μυθιστόρημα ή την έζησε απλά μυθιστορηματικά; Αυτό είναι το ερώτημα που με απασχολεί καθώς διαβάζω για μια ακόμη φορά τα βιβλία της. Κι η απάντηση, αν και φαινομενικά απλή, δεν είναι και τόσο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά για τη χαρισματική αυτή συγγραφέα είναι ότι κατάφερε γράφοντας -ή μάλλον εκδίδοντας- λίγο να μεγαλώσει πολύ. Οκτώ βιβλία άφησε πίσω της και είναι όλα δουλεμένα πολύ, ως την τελευταία λεπτομέρεια, έντονα δημιουργικά, αφαιρετικά. Ακόμη και τα ημερολόγιά της.
Τι ήταν εκείνο που με έκανε να συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή την ιδιόρρυθμη αυτή δημιουργό; Ο λόγος της. Ο κοφτερός σα λεπίδα, ο άμεσος, ο αληθινός. Η Καραπάνου δεν υπήρξε μια απ’ αυτές τις συγγραφείς που αρέσκονται στο να ωραιοποιούν τις καταστάσεις, να μασάνε τα λόγια τους, αλλά μια από εκείνες που τα λένε όλα, και τα λένε σκληρά, αλλά και με χιούμορ. Το να γράφει κάποιος για τις πιο τραγικές καταστάσεις και να σε κάνει πού και πού να ξεσπάς σε γέλια, και κάθε τόσο να χαμογελάς με ικανοποίηση, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο.
Κάποιος θα πει ότι δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να αυτοβιογραφείται, κι ίσως να ’χει και δίκιο. Ωστόσο αυτά για τα οποία έγραψε, αυτά που της κατέτρωγαν την ψυχή, που της στοίχειωναν την ύπαρξη, είναι θέματα που απασχολούν την πλειοψηφία των ανθρώπων: οι πληγές της παιδικής ηλικίας, τα πάθη, τα λάθη, οι ενοχές, το λεπτό νήμα που χωρίζει το λογικό απ’ το παράλογο – απλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το ταλέντο ή, αν θέλετε, την τόλμη να μιλήσουν ανοικτά γι’ αυτά.
Διαβάζοντας το «Μήπως;» τη συνομιλία με την ομότεχνή της Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς το θάρρος της, την ικανότητά της να τα βγάζει όλα στη φορά, με τρόπο χαμηλόφωνο, αλλά οδυνηρό, περιγράφοντας και τα πιο σκληρά πράγματα απλά, σα γεγονότα της καθημερινής ζωής.
Είχε πολλά φαντάσματα στο ντουλάπι της η Μαργαρίτα, και μέσα από τα γραπτά της αυτά βγαίνουν αβίαστα στο φως: μια σκληρή και όμορφη παιδική ηλικία, ένα βιασμό, μια ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα και τον ανταγωνισμό με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη, την οποία αγαπά και μισεί, που λατρεύει και απεχθάνεται. Η συγγραφή έμοιαζε και ήταν η μοναδική της διαφυγή, ο τρόπος για να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα και να ζήσει όσο καλύτερα μπορεί μια ζωή, που θύμιζε εφιάλτη. Γι’ αυτό και οι σελίδες της μοιάζουν να αιμορραγούν. Γι’ αυτό και μέσα από τα γραπτά της μοιάζει πού και πού να προσπαθεί να φτιάξει μια άλλη, μια παράλληλη πραγματικότητα.
Το Lee και Lou ίσως κάποιοι από τους αναγνώστες να τον προσπέρασαν με αδιαφορία, αλλά αυτό είναι πιστεύω το βιβλίο που μιλά με τον πιο άμεσο τρόπο για την ουτοπική κοινωνία της συγγραφέως, για μια κοινωνία του καλού, του απλού, της δίχως αποκλεισμούς και δίχως διακρίσεις συμβίωσης. Τα σκυλιά της, σ’ αυτό το παραμύθι για μεγάλους, θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι, αλλά οι άνθρωποι-ήρωές της στα άλλα της βιβλία δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι σκυλιά. Απλά και μόνο επειδή έχουν ξεχάσει. Έχουν ξεχάσει τι είναι σημαντικό στη ζωή. Κι επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, μ’ εξαίρεση ίσως τη Λώρα στο «Ναι», είναι δειλοί: δεν αντέχουν να ρίξουν γροθιές με τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Όπως και να ’χει, η Μαργαρίτα Καραπάνου υπήρξε μια από τις καλύτερες συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων, μια ξεχωριστή φωνή, πρωτοπόρος, με τον τρόπο της μοναδική. Και σαν τέτοια πρέπει να τη θυμόμαστε, να τιμούμε σε στιγμές μοναξιάς το έργο της, να ανιχνεύουμε τις αλήθειες της, και μέσα απ’ αυτές να ανακαλύπτουμε τις δικές μας.

Λάκης Φουρουκλάς

Η ζωή είναι αγρίως απίθανη

Ομολογώ ότι αυτό το βιβλίο με έφερε σε αμηχανία. Και με έκανε να σκεφτώ ξανά εκείνο που σκέφτηκα την πρώτη φορά που διάβασα Καραπάνου: Δεν είναι ελληνίδα συγγραφέας! Όχι, δεν είναι, με τίποτα. Από τις ελληνίδες (αλλά και τους έλληνες) συγγραφείς μόνο η Λιλή Ζωγράφου τόλμησε να μιλήσει με τόσο άμεση γλώσσα για το ποια είναι, ποια ήταν και πού πάει. Αλλά κι εκείνη όχι τόσο τολμηρά, όχι το ίδιο άμεσα.
Τώρα, τι να πω γι’ αυτά τα ημερολόγια και τι ν’ αφήσω πίσω. Ό,τι και να γράψω θα είναι λειψό, θα είναι άδικο για το μεγάλο ετούτο βιβλίο, του οποίου έχω τσαλακώσει περισσότερες από εκατό σελίδες, κι έχω σημαδέψει περισσότερα από διακόσια σημεία.
Η Καραπάνου ήταν από πάντα συγγραφέας, από τη στιγμή που άρχισε να γράφει ή ίσως και πιο πριν, από την ημέρα που γεννήθηκε. Όταν στα δεκατρία της χρόνια έγραφε με μια ωριμότητα εξωπραγματική, θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει δεδομένο ότι εκείνη άλλο δρόμο απ’ αυτό της συγγραφής δε θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Και τι έγραφε στα δεκατρία της; Για τη ζωή, για τον έρωτα, για τα βιβλία, ακόμη και για τη φιλοσοφία, σα γυναίκα έμπειρη και από το πέρας της ζωής σοφή. Μια μικρή σοφή, με όλα τα κουσούρια και τις αγωνίες της ηλικίας της, αλλά και με πολλές σκέψεις. Σκέψεις βαθιές. Λες κι αναζητούσε από την πρώτη στιγμή ν’ ανακαλύψει το νόημα της ζωής, να το αναλύσει. Με μια ειλικρίνεια που «σπάζει κόκαλα». Όσα πολλοί δεν τολμούν να ομολογήσουν ακόμη και όταν γεράσουν αυτή τα είπε στα δεκατρία, στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε της χρόνια, πριν το τέλος ακόμη της εφηβείας. Γι’ αυτό και δε με εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άλλοι συγγραφείς στέκονται απέναντί της μ’ επιφύλαξη, φανερά αμήχανοι. Ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη η άτιμη, και τώρα καθώς θα κάθεται εκεί πάνω ή εκεί κάτω ή όπου αλλού και θα παίζει με τα σκυλιά της θα ρίχνει ματιές στη γη και θα χαμογελά πλατιά, μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα. Για το μεγάλο κόλπο που ήταν η ζωή της, για την ανθισμένη ματαιότητά της.
Ούτε μια ατάκα δε θα σας χαρίσω απ’ αυτά τα ημερολόγια, ούτε ένα αφορισμό. Θα σας αφήσω να τα ανακαλύψετε μοναχοί, έτσι ακριβώς όπως τους πρέπει. Και θα σας παροτρύνω να κάνετε ένα μακροβούτι στα βαθιά νερά του κόσμου της Μαργαρίτας Καραπάνου, να μάθετε τις αλήθειες της, να νιώσετε την ίδια έκπληξη που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντας τις καταγραφές της εφηβείας της, να μείνετε με το στόμα ανοικτό μπροστά στις έξω από τα δόντια παραδοχές της.
Διάβασα όλα τα βιβλία της μα πιο συνταρακτικό απ’ αυτά τα ημερολόγια δε βρήκα άλλο κανένα. Για τη συγγραφέα φαντασία, γραφή και ζωή ήταν ένα και το αυτό. Δεν μπορούσε να ζει χωρίς να γράφει, κι ας μην άφησε παρά λίγα βιβλία πίσω της. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό μονάχα άφηνε θα ήταν αρκετό, αφού είναι το πιο άμεσο, το πιο αληθινό και εμπεριέχει με τον τρόπο του όλα τ’ άλλα.

Μήπως;

Θα το πω το κρίμα μου: Περίμενα αυτό το βιβλίο να είναι κάποιου είδους συνέντευξη που πήρε η Τσαλίκογλου από την Καραπάνου! Γιατί αυτό; Μα επειδή είμαι φανατικός αναγνώστης της τελευταίας. Δώστε μου Καραπάνου, κι άλλη Καραπάνου, που λένε. Αλλά, δυστυχώς, η Μαργαρίτα δεν έγραψε πολλά, όλα κι όλα οκτώ βιβλία άφησε πίσω της, περιλαμβανομένων των ημερολογίων της κι ετούτου εδώ.
Το Μήπως; είναι κι αυτό με τον τρόπο του ένα ξεχωριστό βιβλίο, όπως και τα άλλα της. Συνομιλώντας ανοιχτά με μια συνάδελφο και φίλη της η Καραπάνου ξεπλέκει κάπως της ζωής της το νήμα, ρίχνει φως σε κάποια από τα γεγονότα τα οποία ενέπνευσαν τις ιστορίες της. Οι παραδοχές της σκληρές, τα μυστικά της οδυνηρά, αλλά αυτή για μια ακόμη φορά τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να μην ωραιοποιήσει τίποτα, να μη διαγράψει τίποτα.
Η Τσαλίκογλου μοιάζει να καταλαβαίνει πολύ καλά τι νιώθει η καλή της φίλη. Κάθεται και συζητά μαζί της, της λέει τις δικές της ιστορίες, ταξιδεύει μ’ εκείνη σε βιβλία, ταινίες και γεγονότα που σημάδεψαν και τις δύο.
Ο διάλογός τους μοιάζει άμεσος και μεστός, αβίαστος, μα παραγωγικός. Οδηγεί σε απαντήσεις, αλλά και σε νέα ερωτήματα. «Άραγε πρέπει πάντα να κρύβουμε αυτό που αισθανόμαστε για να κρατήσουμε αυτό που αγαπάμε;» αναρωτιέται κάπου η Φωτεινή.
Το θέμα της συγγραφής δε θα μπορούσε να λείψει από τη συνομιλία αυτή, κι έτσι με άμεσο πια τρόπο μαθαίνουμε πόσο ζωή και έργο ήταν ένα και το αυτό για την Μαργαρίτα: «Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή». «Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε». «Την Κασσάνδρα την έγραψα σαν λεπίδα. Άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο και τσακ, το ’κοβα».
Καθώς περιφερόμαστε εδώ κι εκεί ανάμεσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου συναντάμε από κοντά πρόσωπα που είδαμε να παρελαύνουν από τα βιβλία της, πηγαίνουμε σε χώρους όπου έκοβαν βόλτες τα σκυλιά της, εμβαθύνουμε στο μεγάλο θέμα της ψυχικής υγείας – ή μάλλον της απώλειάς της, που θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον μέχρι και την αυτοκτονία. Η Καραπάνου λέει κάπου ότι δε θα αυτοκτονούσε από… περιέργεια για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, ενώ η Τσαλίκογλου τονίζει ότι: «Μια διαβεβαίωση για τη ζωή θέλω. Να ονειρεύομαι σαν τα παιδιά θέλω. Να μην υπάρχει θάνατος. Και αν ακόμη δεν μπορείς να τον αποφύγεις, να υπάρχει μια αυτόματη διαδικασία ακύρωσής του».
Αντί επίλογου αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Κι εμείς τώρα δα εδώ, δυο φίλες με εναλλασσόμενους ρόλους, συγγραφέας-καθηγήτρια-ψυχολόγος-άρρωστη-υγιής-θεραπευτής-θεραπευόμενος, ιδιότητες ρευστές και αβέβαιες, ρούχα άβολα και στενά που μας καθηλώνουν σε στενάχωρα και ασφυκτικά δωμάτια, τι επιθυμήσαμε, αλήθεια, μέσα απ’ αυτό το διαλογικό βιβλίο; Να αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μάς λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν-αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν-ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή…»
Να σπάσουν τη σιωπή! Αυτό ακριβώς έκαναν: έσπασαν τη σιωπή. Με ένα τρόπο μοναδικό και συγκλονιστικό.

Μαμά

Η Μαργαρίτα Καραπάνου ήταν μία από τις πιο ξεχωριστές φωνές στην ελληνική λογοτεχνία. Τα βιβλία της έμοιαζαν πάντα να ξεφεύγουν από τα συνήθη πεζογραφικά μονοπάτια και ν’ ακολουθούν τη δική τους ξεχωριστή πορεία. Και ήταν, και είναι, όλα τους βιβλία συγκλονιστικά. Η συγγραφέας μοιάζει να γράφει ξανά και ξανά αυτοβιογραφικές ιστορίες, που φαντάζουν πολύ απίστευτες και πολύ σκληρές για να είναι αληθινές.
Σκληρό, τρυφερό και αυτοβιογραφικό μαζί είναι και το «Μαμά», που μιλάει, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος, για τη μητέρα της αφηγήτριας που αργοπεθαίνει σε κάποιο νοσοκομείο. Καθώς η μάνα περνάει τις τελευταίες ώρες της ζωής της, η κόρη θυμάται το παρελθόν και σκέφτεται το παρόν της, κι αναλογίζεται όλα τα ωραία και τα στραβά στην ανταγωνιστική τους σχέση. Η γλώσσα της αφήγησης ωμή, ρεαλιστική, χωρίς στολίδια, αλλά και μ’ ένα ιδιότυπο, υποδόριο χιούμορ.
Το βιβλίο αυτό δε θυμίζει ούτε διήγημα, ούτε μυθιστόρημα, σαν απόκομμα ζωής μοιάζει. Ή μάλλον σαν αποκόμματα ζωών. Της κόρης και της μάνας. Της κόρης που προσπαθεί να φτάσει τη μάνα. Της μάνας που μοιάζει να σνομπάρει την κόρη, να την κοιτά λίγο αφ’ υψηλού και μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα.
Η Καραπάνου δεν προσπαθεί να εξιδανικεύσει τις καταστάσεις, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, όσο βλάσφημα κι αν ακούγονται αυτά. Έτσι σε κάποιο σημείο βλέπουμε την κόρη να φωνάζει: «Μαμά, φύγε πια! Φύγε!» και λίγο πιο κάτω να εύχεται «να πεθάνει απόψε». Στη συνέχεια, με τα λόγια της, μοιάζει ακόμη και να ασελγεί πάνω από το σώμα της νεκρής: «Πέθανες μια Παρασκευή βράδυ στις δέκα παρά τέταρτο. Δεν ήτανε κανείς στο δωμάτιό σου, πέθανες σαν σκυλί… Βρωμούσες…», αλλά, «Σ’ αγαπώ…».
Μια σχέση αγάπης και μίσους, λοιπόν, όπου τα συναισθήματα εναλλάσσονται όλη την ώρα. Όπου η νοσταλγία και η πικρία πάνε χέρι-χέρι: «Μου λείπεις κιόλας. Με ποιον θα χορεύω; Με ποιον θα μιλάω; Ξέρω ότι φοβάσαι τους κλειστούς χώρους, πώς θ’ αντέχεις μέσα στο φέρετρο;» Η απουσία της μάνας τη στοιχειώνει, το ίδιο και η παρουσία της. Δεν την αντέχει, δεν αντέχει μακριά της: «-Μα, μητέρα, είσαι νεκρή! – Και νεκρή θα σε κυνηγάω. Πάψε να κλαις. Θα χαλάσεις το δέρμα σου…».
Πώς να αντέξει; Πώς να αντέξει χωρίς αυτή τη μάνα που είναι σαν τη φωτιά και την καίει ολόκληρη; Πώς να αντέξει δίχως κάποια για την οποία παραδέχεται: «Μητέρα, σας αγαπώ πιο πολύ νεκρή παρά ζωντανή. Κι όμως, ζωντανή σας λάτρεψα». Ζωντανή τη λάτρεψε, κι ας την κατσάδιαζε πού και πού, κι ας γίνονταν σκληρή μαζί της: «-Μαμά, θέλω με τον Τζέιμς να μοιραστώ τη ζωή μου. -Τη ζωή σου; Η ζωή σου μου ανήκει. Να μοιραστείς τη βλακεία και το άγχος σου».
Πίκρα, γλύκα, πόνο, χαρά και απόγνωση μοιάζουν να στάζουν αυτές οι σελίδες της Καραπάνου, που ομολογεί ότι είναι η βαθιά δυστυχία ίσως αυτή που την ώθησε να γίνει συγγραφέας.
Το «Μαμά», όπως και το άπιαστο «Ναι», είναι σαν μια καρδιά που πάλλεται, πληγώνεται κι αιμορραγεί, ένα βιβλίο που λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, που δεν κρύβεται πίσω από καθωσπρεπισμούς και συμβάσεις. Άμεσο και συνταραχτικό.

Lee και Lou

Μ’ αρέσει πολύ η Μαργαρίτα Καραπάνου. Γιατί; Επειδή είναι πολύ διαφορετική απ’ τους πληκτικούς, επί το πλείστον, ομοτέχνους της. Γιατί γράφει ενδιαφέρουσες ιστορίες, που δε γίνονται ποτέ βαρετές. Γιατί μπορεί και περνά στον αναγνώστη κάποια μηνύματα, με τρόπο αβίαστο, αληθινό. Και γιατί, να, φαντάζει στα μάτια μου, σαν ένας μικρός παράξενος ήλιος λογοτεχνικής ζωής…
Ο Λη και η Λου είναι σκυλιά, όπως και όλοι οι ήρωες του όμορφου αυτού αφηγήματος. Αλλά, δεν είναι συνηθισμένα σκυλιά. Είναι σκυλιά πανέξυπνα, με άποψη, μορφωμένα. Όπως και οι φίλοι τους. Πηγαίνουν στις καφετέριες και στα κομμωτήρια, διαβάζουν εφημερίδες, γράφουν βιβλία και κάνουν όνειρα για το μέλλον. Όνειρα για μια παραδείσια ουτοπική κοινωνία.
Όχι, οι ήρωες της Καραπάνου δε φτιάχτηκαν με πρότυπο τον άνθρωπο, δε θα μπορούσαν άλλωστε, αφού είναι παράλογα –για τα ανθρώπινα μέτρα-, ειλικρινείς, έχουν αυτογνωσία, πιστεύουν στη μαγεία του κόσμου που τους περιτριγυρίζει, ζουν στην καλοσύνη, πιστεύουν στις δυνατότητες του συν…σκύλου τους! «Να έχετε καλή ψυχή». αυτό φαίνεται να είναι το μήνυμα που θέλουν να μας στείλουν τα συμπαθή τετράποδα.
Η συγγραφέας, φαίνεται να έγραψε αυτό το βιβλίο με παιγνιώδη διάθεση, αλλά -δεν ξέρω-, όσο το σκέφτομαι τόσο μου φαντάζει σαν το πιο σοβαρό αφήγημά της. Και τα έχω διαβάσει όλα. Οι σκέψεις της βρίσκουν, μέσω των σκυλιών, μια διαφορετική διέξοδο απ’ τη συνηθισμένη. Μας μιλά με ένα φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο για τις αδιέξοδες ζωές μας, για τις πιο απλές αλήθειες, που αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Τα σκυλιά της; Τα σκυλιά της είναι υπέροχα. Άλλοτε καλοζωισμένα, άλλοτε ταλαιπωρημένα, έχουν πολλά να μας πουν. Ακόμη και για τη λογοτεχνία: «Λογοτεχνία είναι να πάλλεσαι μέσα κι έξω σου και να προσπαθείς να το γράψεις. Λογοτεχνία είναι ο κύριος δίπλα μας που τρέμουνε τα χέρια του. Περιμένει την ερωμένη του; Είναι άρρωστος; Εμείς θα διαλέξουμε. Λογοτεχνία είναι τα πάντα, από τη στιγμή που τα γράφεις…». Αυτά τα λέει ένας σκύλος που δε ζει «σ’ αυτή την πόλη που ασφυκτιά», αλλά «στο βουνό με το Μήτσο. Εκεί όλα είναι εύκολα, μαθαίνεις κι από τον αέρα».
Αν είσαι σκύλος μαθαίνεις, γιατί αν είσαι άνθρωπος… άστα να πάνε!
Απόλαυσα πολύ την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Κλείνοντάς το ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα αίσθημα νοσταλγίας; Αλλά, για τι; Μήπως για τη ζωή που κι εγώ άφησα να πάει χαμένη; «Αν ο πόνος μας κάνει καλύτερους, τι είναι η χαρά;» αναρωτιέται κάπου η συγγραφέας. Ο Λη και η Λου ξέρουν την απάντηση και αν τους ρωτήσετε θα σας τη γαυγίσουν.

Ναι

Το «Ναι» είναι ένα από εκείνα τα κείμενα στα οποία επιστρέφω ξανά και ξανά, αφού με συναρπάζουν όχι μόνο σαν γραφή, αλλά σαν νόημα, σαν ουσία.
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου που έπεσε στα χέρια μου και διαβάζοντάς το, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα μια ελληνίδα συγγραφέα να με συγκλονίζει τόσο, να με ταρακουνά. Έχω μπροστά μου την παρουσίαση που έγραψα πριν δέκα σχεδόν χρόνια στην εφημερίδα με την οποία συνεργαζόμουν από όπου παραθέτω ένα απόσπασμα: «Ένα βιβλίο που κατατάσσεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ανάμεσα στα πιο πρωτοποριακά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο γραμμένο για να διαβαστεί από οποιοδήποτε, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. Ένα βιβλίο εκρηκτικό, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή του. Ένα βιβλίο πρόκληση…»
Υπερβολές; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Καθώς το έχω για μια ακόμη φορά μπροστά μου τώρα, μια μικρή ζωή μετά, νιώθω τα ίδια αισθήματα δέους που ένιωσα όταν το πρωτοδιάβασα ή ακόμη και πιο ισχυρά. Κι αυτό επειδή δε διαθέτω πλέον την άγνοια για τη ζωή και το έργο της Καραπάνου που είχα τότε. Κι επειδή αυτό το βιβλίο είναι τόσο σκληρό, τόσο αληθινό και τόσο αυτοβιογραφικό, που δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ μπροστά στο θάρρος της συγγραφέως του.
Το να καθίσεις μπροστά από μια γραφομηχανή ή ένα υπολογιστή και να γράψεις μια ιστορία δεν είναι εύκολο πράγμα. Το να καθίσεις όμως και να γράψεις υπό μορφή μυθιστορήματος ξανά και ξανά τη δική σου οδυνηρή ιστορία, με γλώσσα ωμή, δίχως καθόλου φκιασίδια, είναι κάτι πέρα από τα συνηθισμένα.
Το «Ναι» είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει μέσα από τις λέξεις, τις προτάσεις, να αιμορραγεί. Το θέμα του είναι η κατάθλιψη και που αυτή μπορεί να οδηγήσει τα θύματά της. Βασική πρωταγωνίστρια είναι η Λώρα, μια νέα γυναίκα που όταν δε ζει μόνη με τα σκυλιά της στο σπίτι και δεν τηλεφωνεί στις γραμμές γνωριμιών μπαινοβγαίνει στην Κλινική. Σ’ εκείνη την Κλινική όπου φροντίζουν ανθρώπους σαν κι αυτή: που υποφέρουν, που έχουν τάσεις αυτοκτονίας, που συνηθίζουν -θέλοντας και μη- να φτάνουν στα άκρα, που δεν έχουν μια σταθερά στη ζωή τους: «Αλλάζω διάθεση συνέχεια. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι πάνω, και μετά κάτω. Αυτό ονομάζεται μικτό. Εγώ το ονόμασα Mixed Grill»… «Σκέφτομαι ν’ αυτοκτονήσω. Αλλά τι θα γίνει με το πρόγραμμα; Αν αυτοκτονήσω ας πούμε επτά με οκτώ, τι θα κάνω οκτώ με εννιά;»
Το να προσεγγίζει κανείς θέματα σαν κι αυτό με χιούμορ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ωστόσο το χιούμορ είναι που αναδεικνύει πιότερο την τραγικότητα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό και τα διάφορα ευτράπελα που συμβαίνουν στην πρωταγωνίστριά του, που τυγχάνει συγγραφέας: «Μπερδεύω τις γκόμενες με το γράψιμο, άρχισα να γράφω πάνω στο βυζί μιας γκόμενας, έβαλε τις φωνές κι έφυγε τρέχοντας…»
Μέσα σ’ ένα συνεχές χάος μοιάζει να ζει η Λώρα, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα πολλές φορές συγχέονται, όπου τα πιο παράδοξα δείχνουν αληθινά. Σαν σχοινοβάτης είναι, που ακροβατεί πάνω από την άβυσσο, ψάχνοντας κάτι το απροσδιόριστο: τη ψυχική γαλήνη ίσως, τον έρωτα, την απεξάρτηση απ’ το θάνατο; Συνοδοιπόροι της σ’ αυτό το ταξίδι, τα απίθανα σκυλιά της που τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, συζητάνε, διαβάζουν φιλοσοφία, και ο Ice, ο μεγάλος της έρωτας, ο πρώην γιατρός της, που θα προσπαθήσει να τη σώσει από τον εαυτό της.
Ένα μικρό ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης των ψυχών είναι το «Ναι». Ένα ταξίδι οδυνηρό και ευχάριστο. Μαχαιριά και χάδι μαζί. Και, δέκα χρόνια και έξη αναγνώσεις μετά, επιμένω: ένα από τα καλύτερα βιβλία της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Rien ne va plus

…Ή το βιβλίο με τις τσακισμένες σελίδες. Τόσα πολλά κομμάτια μου «μίλησαν» σ’ αυτό το μυθιστόρημα που δεν είχα άλλη επιλογή από το να το πληγώσω, να το χαρακώσω, να το κάνω ολότελα δικό μου.
Για μια σχέση αγάπης και μίσους μας μιλά στο Rien ne va plus η Καραπάνου, μια σχέση εξάρτησης και απέχθειας, σχεδόν αρρωστημένη. Είναι η ιστορία της Λουίζας και του Αλκιβιάδη, δύο ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι να τα κάνουν όλα σκόνη και θρύψαλα στη ζωή τους, να τα διαλύσουν όλα (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κάποια στιγμή η ηρωίδα-αφηγήτρια ομολογεί: «Μόνο στο γράψιμο έχω ωριμάσει. Στη ζωή, τα κάνω θάλασσα»). Και είναι μια ιστορία για τις απλές αλήθειες του καθενός, γι’ αυτά που τον γεμίζουν και τον πληγώνουν.
Το γάμο των πιο πάνω θα τον περιγράφαμε σαν ένα ατυχές γεγονός, αφού ο καθένας σ’ αυτή τη σχέση θ’ ακολουθούσε τη δική του ατζέντα. Εκείνος θα έκανε ό,τι του άρεσε, θα της επέβαλλε κανόνες, κι εκείνη θα υποχωρούσε και θα επαναστατούσε, θα σιωπούσε και θα βροντούσε. Ήταν ένα κάθαρμα και ίσως τον αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό.
Το πώς θα κατέληγε η σχέση τους φαίνεται απ’ την αρχή, όταν την πρώτη νύχτα του γάμου τους ο Αλκιβιάδης την οδηγεί σ’ ένα γκέι μπαρ, τα ρίχνει σ’ ένα αγόρι, το οποίο στη συνέχεια τους ακολουθεί στο σπίτι και κάνει έρωτα μαζί του μπρος στα μάτια της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το μελανό στοιχείο στη σχέση τους, ήταν και το ότι ζούσαν μαζί μονάχα τα σαββατοκύριακα, έπειτα από δική του απαίτηση. Ήταν και η απόλυτη αδυναμία του να αγαπήσει κάποιον ή κάτι:
- Μ’ αγαπάς; Τον ρώτησα.
- Όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
- Μα εσύ δεν αγαπάς τίποτα.
- Γι’ αυτό σε αγαπώ.
Πώς να λειτουργήσει μια τέτοια σχέση λοιπόν; Απλά δεν μπορεί, ωστόσο: «Τον Αλκιβιάδη, δεν τον κατάλαβα ποτέ, μέχρι το τέλος. Ούτε το τέλος κατάλαβα. Αλλά τον λάτρευα. Έμοιαζα με το σκυλί που το πάνε επίσκεψη στον κτηνίατρο, και που λατρεύει και φοβάται συγχρόνως το γιατρό του». Τώρα εξηγούνται όλα.
Η Καραπάνου ταξιδεύοντάς μας μπρος πίσω στο χρόνο με μαεστρία περισσή μας μιλάει για, εκείνο που αποκαλεί ο ποιητής, τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, για την ικανότητά μας να πληγώνουμε τους άλλους. Και μέσω της Λουίζας, όπως θα αποκάλυπτε αργότερα στο «Μήπως;», θέλησε να μοιραστεί μαζί μας ένα ακόμη κομμάτι απ’ τη δική της ιστορία. Μια ιστορία με πολλές πτώσεις, λίγες χαρές, μεγάλες λύπες και το αναπόφευκτο άγγιγμα του θανάτου. Γράφει ακόμη για το πόσο σκληρός μπορεί να είναι ο φτερωτός θεός: «Ο έρωτας είναι σατανικός: αναιρεί συνέχεια ό,τι υπόσχεται, και υπόσχεται συνέχεια ό,τι σκοπεύει να αναιρέσει στο μέλλον».
Η Λουίζα της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα που αγάπησε τυφλά, με πάθος, για να δει μετά τα όνειρά της να γκρεμίζονται με πάταγο. Κι ο Αλκιβιάδης θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε άντρας, κάποιος που ξέρει πάντα να επιβάλλεται, αλλά όταν κάποτε δεν περάσει το δικό του παραιτείται απ’ τη ζωή και φτάνει μέχρι τα άκρα. Η αιώνια πάλη ανάμεσα στα δύο φύλλα καλά κρατεί ακόμη, και όσο διαρκεί, βιβλία σαν κι αυτό θα φαντάζουν πάντα οδυνηρά επίκαιρα, επώδυνα αληθινά.

Ο υπνοβάτης

«Ο υπνοβάτης» είναι ένα από εκείνα τα ξεχωριστά βιβλία που όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένουν καρφωμένα στη μνήμη σου, που δε σε αφήνουν ποτέ. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρό, βίαιο, πού και πού αποκρουστικό, το οποίο μιλάει για ένα νησί και την αποικία των ξένων καλλιτεχνών εκεί. Ένα νησί που βουλιάζει στην αμαρτία, κάτι για το οποίο φυσικά φταίνε αποκλειστικά οι τελευταίοι και καθόλου οι κάτοικοί του.
Η Καραπάνου φτιάχνει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό χαρακτήρων, που δύσκολα πολύ θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο άλλο βιβλίο: καταραμένοι καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλοι, μια συγγραφέας που δεν μπορεί να γράψει, ένας μπάτσος-Χριστός-φονιάς, μια νησιώτισσα που αρέσκεται στο να διηγείται τρομακτικές ιστορίες και άλλοι πολλοί είναι οι αντι-ήρωες που συναντάμε εδώ. Τι είναι εκείνο που τους ενώνει; Η απέραντη μοναξιά: «Ήταν Φεβρουάριος, έβρεχε, σε λίγο έπρεπε να πάνε στα άδεια σπίτια τους, να περπατήσουν στους άδειους και σκοτεινούς δρόμους του νησιού, να μπούνε στα υγρά κρεβάτια τους, ν’ αποφύγουνε τα όνειρα. Ο καθένας ευχότανε με το δικό του τρόπο κάτι να συμβεί».
Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο Μανώλης και η Λούκα: ο μπάτσος κι η συγγραφέας. Γύρω απ’ αυτούς μοιάζει να περιστρέφεται ο κόσμος όλος. Η Λούκα είναι η μόνη απ’ όλο το συρφετό των καλλιτεχνών που συμπαθεί ο Μανώλης – κι ας όλοι εκείνοι τον συμπαθούν ιδιαίτερα. Είναι διαφορετική αυτή, το ξέρει, το νιώθει, γι’ αυτό και την ερωτεύεται.
Ωστόσο σε μια τέτοια κοινωνία -τη φθοράς, της παρακμής- τα πράγματα δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν γι’ αυτούς τους δυο. Όχι δεν είναι οι διαφορές που τους χωρίζουν, είναι τα γεγονότα. Είναι το αίμα που ρέει άφθονο γύρω τους. Είναι οι προσωπικές τους ανασφάλειες κι ανησυχίες. Είναι ο τρόμος που φωλιάζει μέσα τους: «Ο Μανώλης αγάπησε τη Λούκα ξαφνικά, μόλις την είδε να μπαίνει στο γραφείο του. Όταν τον κοίταξε μ’ αυτό το χαρούμενο βλέμμα και το θλιμμένο πρόσωπο, τον διαπέρασε μια βοή σαν να ετοιμαζότανε σεισμός στα έγκατα της γης. Η αγάπη ξεπήδησε από μέσα του με τέτοια ορμή, που δεν μπορούσε να βρει το στόχο της, σαν μια δίνη επικίνδυνη και τυφλή χτύπαγε τους τοίχους, σάρωνε γύρω της τα πάντα, ώσπου επιτέλους να βρει τη Λούκα και να ορμήσει επάνω της… Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο μπήκε στον κόσμο του έρωτα και της αταξίας. Φοβήθηκε…»
Ο Μανώλης είναι ένας αβανταδόρικος χαρακτήρας: μοναχικός που απολαμβάνει τη συντροφιά, αγράμματος μα σπουδαγμένος, ήπιος αλλά όταν δεν είναι κανείς γύρω βλοσυρός, ευλογία και κατάρα μαζί, είναι ένας απ’ αυτούς τους ήρωες που μόνο μια πολύ ξεχωριστή πένα θα μπορούσε να δημιουργήσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτός είναι που εμπνέει τους πάντες γύρω του: τη Λούκα να γράψει το βιβλίο της, τον γλύπτη να φτιάξει το έργο του, το ζωγράφο που φτιάχνει πάντα πίνακες μοναχά με κορμιά να τους δώσει για πρώτη φορά ένα πρόσωπο, το δικό του.
Η Καραπάνου δε γράφει για να σοκάρει, απλά γράφει, και στον «Υπνοβάτη» θ’ αναγνωρίσουμε και πάλι καμουφλαρισμένα πολλά γεγονότα απ’ τη ζωή της, μέσα απ’ αυτόν θα μας μιλήσει για μια ακόμη φορά για τα προσωπικά της δράματα -«Είχες θλίψη» τη διόρθωσε τρυφερά ο Μανώλης. «Μην λες ποτέ κατάθλιψη, είναι μια λέξη φτωχή που σημαίνει έλλειψη του πόνου»- θα μας πει, μέσω κάποιου άλλου ότι: «…αυτό ήταν η κόλαση. Νάχεις αιωνίως μπροστά σου την ίδια ομορφιά, και το μάτι σου να μη μπορεί ποτέ να ξεκουραστεί πάνω σε κάτι το άσχημο, το αδιάφορο».
Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη μυθιστόρημα.

Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Η Μαργαρίτα Καραπάνου με το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» κατάφερε να ταράξει τα αιωνίως λιμνάζοντα νερά της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα γραμμένο με τρόπο δήθεν παιδικό, που προσεγγίζει ωστόσο με σκληρή και άμεση γλώσσα το θέμα της παιδικής ηλικίας.
Και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και σε κάποια άλλα από τα μυθιστορήματα της συγγραφέως, παρατηρούμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή και το έργο της η σχέση της με τη μητέρα της, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Έτσι, ενώ στην πραγματική ζωή έχουμε μάνα και κόρη με το ίδιο όνομα, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα. Απλά εδώ το όνομα που μοιράζονται είναι το Κασσάνδρα.
Η ηρωίδα του βιβλίου δεν είναι ένα κοριτσάκι όπως όλα τ’ άλλα. Μάλλον σα νέα γυναίκα μοιάζει. Αθώα και γνωστική, τρυφερή και σκληρή την ίδια ώρα. Και βλέπει τον κόσμο διαφορετικά από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Παραδείγματος χάριν στο παραμύθι με τα γουρουνάκια και το λύκο: «Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πώς θα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;»
Δεν είναι καλό κορίτσι η Κασσάνδρα. Είναι γεμάτο πείσμα και σκληρότητα. Η σκληρότητα εξάλλου μοιάζει να είναι η μοναδική της άμυνα. Έτσι κάποτε φτάνει να σκοτώσει ένα γάτο, που ονόμασε Δανειστούλη -μια και ήταν δανεικός- για να μην τον χάσει, ενώ αρνείται να μιλήσει στην οικογένειά της, κι ας μιλάει με τις ώρες όταν είναι μόνη της ή όταν πηγαίνει στο γιατρό.
Παρά το σκληρό περίβλημά της ωστόσο, μέσα της κρύβει μια βαθιά τραυματισμένη ψυχή και κάποια φοβερά μυστικά, όπως το ότι έπεσε πολύ μικρή θύμα βιασμού, κάτι που δεν έμαθε κανείς ποτέ, γεγονός που εξηγεί και τις μεταπτώσεις της, ενώ πού και πού αφήνει να διαφανεί ότι διαθέτει και μιας σπάνιας μορφής ευαισθησία:
«Τότε γιατί κλαις;»
«Είναι οι συλλαβές. Πονάω όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».
Και: «Μα τα βέλη δεν τον πονάνε ξέρετε. Ματώνει από την ομορφιά του».
Από την ιστορία όμως δεν απουσιάζει και το στοιχείο του χιούμορ, που την ελαφραίνει κάπως, που κάνει τη ζωή της Κασσάνδρας να μοιάζει λίγο πολύχρωμη:
«Ο Στρατηγός», μου λέει η Γιαγιά, «έβαλε σε τάξη την Ελλάδα. Φαντάζομαι τον Στρατηγό να συγυρίζει την Ελλάδα και να βάζει Κυρίους και Κυρίες στα συρτάρια»… «Ίσως να με γέννησε η Γιαγιά, η Γιαγιά έχει γεννήσει όλο τον κόσμο μες στο σπίτι. Νομίζω πως έχει γεννήσει και τον Στρατηγό, κι όταν της φωνάζω «Μπαμπά» της φυτρώνουν και μουστάκια κάτω απ’ τη μύτη».
«Η Κασσάνδρα και ο λύκος» είναι τελικά κι αυτό ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο της Καραπάνου, όπως και τ’ άλλα που έχει γράψει. Αν είχαμε κάποιες αμφιβολίες φρόντισε να τις διαλύσει στη διάρκεια της συζήτησης που είχε με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου στο «Μήπως;» Η καλή συγγραφέας φρόντισε να μας δείξει από την πρώτη της κιόλας συγγραφική της απόπειρα το δρόμο που προτίθετο ν’ ακολουθήσει: ένα δρόμο γεμάτο αγκάθια, που ίσως στο τέλος-τέλος την οδηγούσε στην αυτοκάθαρση.
Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Στο καλό να πας...

Χθες, μόλις ξύπνησα το πρωί, η πρώτη είδηση που διάβασα ήταν ότι πέθανε η Μαργαρίτα Καραπάνου και λίγο σοκαρίστηκα. «Πάει η Μαργαρίτα,» σκεφτόμουνα. «Έφυγε η Μαργαρίτα Μας!»
Από την πρώτη φορά που τη διάβασα έγινε μια απ’ τις αγαπημένες μου συγγραφείς. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε έγινε αυτό, αλλά μάλλον θα ήταν τον καιρό που έγραφα τη Στήλη Βιβλίου στην κυπριακή εφημερίδα «Αλήθεια» και τις βιβλιοπαρουσιάσεις στον Έλλογο. Ήμουνα, λοιπόν, κάποια μέρα στα παλιά γραφεία της Ωκεανίδας όταν ο Βασίλης Κιμούλης μου έδωσε το «Ναι», λέγοντας: «Νομίζω ότι θα σου αρέσει...» Δε μου άρεσε μοναχά εκείνο το βιβλίο, το λάτρεψα. Κι έτσι άρχισα αμέσως να ψάχνω τα προηγούμενα βιβλία της συγγραφέως με τα υπέροχα φιλοτεχνημένα από τον Αλέκο Φασιανό εξώφυλλα, τα οποία τότε κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις Ερμής. Βρήκα, λοιπόν, με κάποια δυσκολία, τον «Υπνοβάτη», το «Η Κασσάνδρα κι ο λύκος» και το «Rien ne va plus», τα διάβασα μονορούφι και ερωτεύτηκα οριστικά και αμετάκλητα τους κόσμους και τις γραφές της Καραπάνου.
«Καμιά και κανένας στην Ελλάδα δεν της μοιάζει,» αποφάσισα, καθώς πήρα να απολαμβάνω όσο τίποτ’ άλλο τους συγγραφικούς της ακροβατισμούς, την σκληρή της γλώσσα, κι ύστερα να νιώθω τρυφερά για την τρυφερότητά της για τα σκυλιά, στο μοναδικό «Lee και Lou».
Πάντα όταν γράφω δικά μου εκτενή κείμενα, αποφεύγω να διαβάζω βιβλία στα ελληνικά, ή ακόμη και στα αγγλικά, με συγγενές θέμα, για να μην επηρεαστώ. Ωστόσο, γράφοντας τις «Γυναίκες της συγνώμης» έκανα την εξαίρεση διαβάζοντας το «Ναι» (που στέλνει αδιάβαστο το «Η Βερόνικα θέλει να πεθάνει» του κυρίου Κοέλιο) και ξεσηκώνοντας τον τρόπο γραφής του, για ένα πυρετικό κεφάλαιο στη μέση του βιβλίου, το οποίο αν ήμουν εκδότης ή επιμελητής μάλλον θα έκοβα. Αν ήξερα τότε ότι η Καραπάνου πέθαινε θα της αφιέρωνα το βιβλίο σαν ένα ύστατο φόρο τιμής σ’ ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Τώρα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να της ευχηθώ «καλό ταξίδι». Ε, και να τη μαλώσω λίγο: «Γιατί μας το έκανες αυτό, κυρά; Γιατί έφυγες και μας άφησες να παλεύουμε με τα φαντάσματά σου; Φαντάζομαι τώρα θα καπνίζεις τα άφιλτρα τσιγάρα σου, θα τα πίνεις και θα γελάς δυνατά μ’ εκείνη την άλλη τη μεγάλη μπερμπάντισσα, τη Λιλή Ζωγράφου. Καλά να μας κάνετε...»

03/12/2008 Τσιανγκ Μάι, Ταϊλάνδη